Συχνές Ερωτήσεις


1. Τι είναι η ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεία;

Η Ψυχαναλυτική Ψυχοθεραπεία είναι η πρακτική που βασίζεται στη θεωρία που θεμελίωσε ο Sigmund Freud και αναπτύχθηκε από τους συνεχιστές της ψυχαναλυτικής θεωρίας και τεχνικής (Klein, Winnicot, Bion κ.α).

Η ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεία στηρίζεται στη θέση ότι ο άνθρωπος δε γνωρίζει τις βαθύτερες αιτίες των δυσκολιών του γιατί είναι ασυνείδητες και στοχεύει στην κατανόηση και στην τροποποίηση περίπλοκων, ουσιαστικών και συχνά ασυνείδητων συναισθηματικών προβλημάτων και προβλημάτων σχέσεων.

Η ψυχαναλυτική διαδικασία βοηθά τα άτομα να έλθουν σε επαφή και να επεξεργαστούν, μέσω της θεραπευτικής σχέσης την εσωτερική τους πραγματικότητα δια του ελεύθερου συνειρμού (αναμνήσεις, φαντασιώσεις, όνειρα, επιθυμίες, σκέψεις, ιδέες και οδυνηρά γεγονότα). Η δυναμική σύνδεση του παρελθόντος με το παρόν και η διεργασία πλευρών του Εαυτού σε ένα περισσότερο απαρτιωμένο σύνολο δίνουν τη δυνατότητα στο θεραπευόμενο να ανακαλύψει νέους δρόμους κατανόησης του εαυτού του και του κόσμου.

Η ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεία επιδιώκει να βοηθήσει άτομα με ψυχολογικά προβλήματα ή τέτοιες ενδοψυχικές συγκρούσεις οι οποίες δημιουργούν συμπτώματα. Ωστόσο ο ρόλος της δεν περιορίζεται σε άτομα με προβλήματα ψυχικής υγείας. Η ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεία μπορεί να βοηθήσει και άτομα που νιώθουν ότι η ζωή τους δεν έχει νόημα ή άτομα που αναζητούν ένα μεγαλύτερο αίσθημα πληρότητας.

Η ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεία συμβάλλει στη βελτίωση ή/και εξάλειψη των συμπτωμάτων, στην ανακούφιση του ψυχικού πόνου, στην επίγνωση του ποιος είσαι, στη διαχείριση των έντονων συναισθημάτων, στην ανάπτυξη ψυχικών αντοχών και στη δημιουργία ή καλυτέρευση σταθερών σχέσεων.

Η ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεία βοηθά στην αύξηση της ικανότητας να δημιουργούμε σχέσεις, να αγαπάμε και να διατηρούμε την επαγγελματική μας ταυτότητα.

2. Σε ποια άτομα απευθύνεται η ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεία;

Η ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεία προσφέρεται για ένα μεγάλο εύρος ψυχολογικών «θεμάτων», που μπορεί να απασχολούν τόσο τους ενήλικες, όσο και τα παιδιά και τους έφηβους.

Αρκετά συχνά, ζητείται βοήθεια με αφορμή γενικά συναισθήματα άγχους, θλίψης ή κατάθλιψης. Τα συναισθήματα αυτά μπορεί:
- είτε να συνδέονται άμεσα από τον ενδιαφερόμενο με συγκεκριμένα «γεγονότα ζωής», όπως απώλεια, πένθος, συζυγική – οικογενειακή ή άλλης μορφής κρίση, εργασιακές δυσκολίες κ.τ.λ.,
- είτε να μην είναι σε θέση να εξηγήσει την ύπαρξη αυτών των συναισθημάτων στη συγκεκριμένη φάση της ζωής του.

Άλλες φορές, ένα άτομο μπορεί να απευθυνθεί για θεραπεία λόγω προβλημάτων στις διαπροσωπικές του σχέσεις, είτε μετά από ένα γεγονός ή μετά από παρατήρηση – διαπίστωση ότι συγκεκριμένες δυσκολίες επαναλαμβάνονται σχεδόν σε όλες τις σχέσεις του.

Επιπλέον, μπορεί να ζητηθεί βοήθεια για ειδικούς λόγους, όπως διατροφικές διαταραχές, ψυχοσωματικές εκδηλώσεις, ψυχαναγκαστική συμπεριφορά ή φοβικό άγχος. Ακόμη, άτομα που αδυνατούν να έχουν έλεγχο στη ζωή τους, που καταφεύγουν σε παντός είδους εξαρτήσεις, που αντιδρούν με τρόπο αυτοματοποιημένο και παρορμητικό, μπορούν να απευθυνθούν για ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεία.

Για τα παιδιά και τους έφηβους, η ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεία μπορεί να βοηθήσει, μεταξύ άλλων, σε συναισθηματικές δυσκολίες, διαταραχές συμπεριφοράς που εκδηλώνονται στο σπίτι ή στο σχολείο, μαθησιακές δυσκολίες, θλίψη ή κατάθλιψη, διαταραχές διατροφής ή ύπνου, σχολική ή άλλης μορφής φοβία.

Το αίτημα μπορεί, επίσης, να μην είναι ένα συγκεκριμένο πρόβλημα ή σύμπτωμα, αλλά μια γενική αίσθηση δυσφορίας ή απλά μια εσωτερική ανάγκη ενός ατόμου να κατανοήσει τον εαυτό του. Η ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεία, ούτως ή άλλως, αντιμετωπίζει τόσο το «πρόβλημα» ή το «σύμπτωμα», όπως και τη «θεραπεία» σαν πολύ σχετικές και υποκειμενικές έννοιες και εστιάζεται κυρίως στην κατανόηση και νοηματοδότηση αυτού που κάθε φορά παρουσιάζεται.

Γενικότερα, το αίτημα για ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεία εξαρτάται από πολλούς παράγοντες και όχι μόνο από τα συμπτώματα και τις δυσκολίες. Γι’ αυτό, διευκολύνει η πραγματοποίηση μερικών προκαταρτικών συναντήσεων προτού ληφθεί η απόφαση κατά πόσο η ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεία είναι η κατάλληλη προσέγγιση για το συγκεκριμένο άτομο τη δεδομένη στιγμή. Βασική φιλοσοφία είναι ο σεβασμός της μοναδικότητάς και ιδιαιτερότητας του κάθε ατόμου και η ανταπόκριση στο αίτημα του, μέσω της συνολικότερης δυνατής κατανόησης του ψυχικού του κόσμου και της πραγματικότητας που το περιβάλλει.

3. Πώς διεξάγεται η ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεία;

Η ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεία προϋποθέτει καθορισμένες συνθήκες για να εφαρμοστεί: Το πλαίσιο της ψυχαναλυτικής ψυχοθεραπείας με τις σταθερής συχνότητας και διάρκειας συναντήσεις, έχει σαν σκοπό τη δημιουργία ενός περιβάλλοντος που επιτρέπει την αναβίωση, διεργασία και κατανόηση ασυνείδητων, ενδοψυχικών συγκρούσεων, οι οποίες αναπτύχθηκαν στο παρελθόν, συνδέοντας τις με τις τρέχουσες σχέσεις και την ίδια τη θεραπευτική σχέση.

Για να μπορέσει να καλλιεργηθεί μια συνέχεια στον εσωτερικό θεραπευτικό διάλογο, ο αριθμός των συναντήσεων κυμαίνεται από μια έως τρεις την εβδομάδα, σε σταθερή ημέρα και ώρα. Η διάρκεια των συναντήσεων είναι 45 ή 50 λεπτά.

Μετά τις προκαταρκτικές συναντήσεις, ο θεραπευόμενος έχει την ευχέρεια και ενθαρρύνεται να μιλά ελεύθερα για οτιδήποτε έρχεται στη σκέψη του (ελεύθερο συνειρμό) με σκοπό να μπορέσει σταδιακά να έλθει σε επαφή με λιγότερο γνωστές και μη συνειδητές πλευρές του εαυτού του. Γνωρίζουμε ότι αυτό δεν είναι εύκολο γιατί συναντά εμπόδια από τις ψυχικές άμυνες που διασφαλίζουν την ισορροπία της ψυχικής του ζωής.

Ο θεραπευτής μέσα από τη μη παρεμβατική ενεργητική του ακρόαση και τη συναισθητική στάση του χρησιμοποιεί θεραπευτικά τόσο τα συναισθήματα μεταβίβασης του θεραπευόμενου, όσο και τα δικά του αντιμεταβιβαστικά συναισθήματα για να τον βοηθήσει να έλθει σε επαφή με τον εσωτερικό του κόσμο όπως αναδύεται στη ψυχοθεραπευτική διαδικασία.

Η στάση του θεραπευτή διέπεται από πλήρη σεβασμό προς τον θεραπευόμενο. Δεν ασκεί κριτική και αποφεύγει οτιδήποτε θα μπορούσε να θεωρηθεί παρεμβατικό ως προς τη ζωή και τις επιλογές του ατόμου.

Η καλοπροαίρετη ουδετερότητα του ψυχαναλυτικού ψυχοθεραπευτή, ο σεβασμός προς το θεραπευόμενο και η εχεμύθεια του διευκολύνουν τη θεραπευτική διαδικασία, δημιουργώντας ένα αίσθημα ασφάλειας και εμπιστοσύνης.

4. Ποιος ονομάζεται ψυχαναλυτικός ψυχοθεραπευτής;

Ο όρος ψυχαναλυτικός ψυχοθεραπευτής δεν προστατεύεται νομικά. Οποιοσδήποτε μπορεί να δηλώνει ψυχοθεραπευτής χωρίς να έχει τα απαραίτητα επιστημονικά εχέγγυα. Η εγκυρότητα του ψυχαναλυτικού ψυχοθεραπευτή καθορίζεται από την περάτωση της εκπαίδευσης του. Τέτοιου είδους εκπαίδευση δίνεται από εταιρείες ψυχαναλυτικής ψυχοθεραπείας και συμπεριλαμβάνει θεωρητικά και κλινικά σεμινάρια, εποπτείες, όπως και την προσωπική θεραπεία του ψυχοθεραπευτή.

Η Κ.Ε.Ψ.Ψ. είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας Ψυχαναλυτικής Ψυχοθεραπείας (E.F.P.P.) και τα μέλη της όταν ολοκληρώσουν με επιτυχία την εκπαίδευση τους είναι μέλη της Κ.Ε.Ψ.Ψ. και ονομάζονται ψυχαναλυτικοί ψυχοθεραπευτές.

5. Ποιο είναι το εκπαιδευτικό πρόγραμμα και ποια η διαδικασία για αίτηση στην εκπαίδευση της ψυχαναλυτικής ψυχοθεραπείας;

Δεκτοί γίνονται Ψυχίατροι, Παιδοψυχίατροι και Κλινικοί Ψυχολόγοι που είναι κάτοχοι διπλώματος πανεπιστημιακού επιπέδου, αναγνωρισμένο από το ΚΥΣΑΤΣ. Κατά περίπτωση μπορούν επίσης να γίνουν δεκτοί ιατροί όπως επίσης και κάτοχοι πτυχίων Ανθρωπιστικών Σπουδών όπως, ψυχολόγοι, κοινωνικοί λειτουργοί κ.λ.π., οι οποίοι έχουν ή θα αποκτήσουν κατά τη διάρκεια της εκπαίδευσης τους εποπτευόμενη κλινική εμπειρία σε χώρο που υποδέχεται ψυχικά ασθενείς, η διάρκεια της οποίας θα καθορίζεται για κάθε περίπτωση από την Εκπαιδευτική Επιτροπή.

Ο υποψήφιος υποβάλλει αίτηση και το βιογραφικό του στη διεύθυνση της εταιρείας. Ακολουθούν συνεντεύξεις από τους διδάσκοντες ψυχαναλυτικούς ψυχοθεραπευτές της εταιρείας. Ο ενδιαφερόμενος ενημερώνεται γραπτώς όταν ολοκληρωθεί η διαδικασία των συνεντεύξεων.

Η εκπαίδευση περιλαμβάνει:

  • Προσωπική ανάλυση ή ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεία.
  • Θεωρητικά και κλινικά σεμινάρια με εβδομαδιαία συχνότητα.
  • Δύο τουλάχιστον εποπτείες εντατικής ψυχαναλυτικής ψυχοθεραπείας.
  • Ομαδικές εποπτείες κλινικών περιπτώσεων διετούς διάρκειας.
  • Συμμετοχή στα σεμινάρια που διοργανώνονται στην Κ.Ε.Ψ.Ψ.
  • Συγγραφή και παρουσίαση κλινικής εργασίας.

Περισσότερες πληροφορίες περιλαμβάνονται στον εσωτερικό κανονισμό της Κ.Ε.Ψ.Ψ.